ἀποτρόπαιος

ἀποτρόπαιος
ἀποτρόπ-αιος, ον,
A averting evil, freq. of Apollo, Ar.Eq.1307, Av.61, Pl.359, Orac. ap. D. 21.53, CIG464: generally,

θεοὶ ἀ. Hp.Vict.4.89

, Pl.Lg.854b, X.HG3.3.4, Paus.2.11.1.
2 of sacrifices, D.H.5.54, Plu.2.290d,292a.
II [voice] Pass., that ought to be averted, ill-omened,

φαντασίαι Ph.2.433

;

δυσφημίαι Plu.2.587f

;

θέαμα Luc.Tim.5

;

ἄκουσμα Id.Gall.2

, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀποτρόπαιος — averting evil masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτρόπαιος — α, ο (AM ἀποτρόπαιος, ον) [αποτροπή] αυτός που τον αποστρέφεται κανείς ως απαίσιο, αποκρουστικός αρχ. αυτός που απομακρύνει το κακό ή τις συμφορές …   Dictionary of Greek

  • αποτρόπαιος — η, ο εκείνος τον οποίο θα ήθελε κανείς να αποτρέψει, να απομακρύνει, απαίσιος: Η αστυνομία κατόρθωσε να βρει τους δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτρόπαιον — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem acc sg ἀποτρόπαιος averting evil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АПОТРОПЕЙ —    • Άποτρόπαιος,          см. Averruncus, Аверрунк …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀποτροπαίοις — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπαίοισι — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπαίου — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπαίους — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπαίων — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπαίῳ — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”